- τρυπογάζι
- και διαλ. τ. τρουπογάζι, το, Νείδος βελονιάς, αραιό, πρόχειρο γαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα / τρούπα + γαζί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυπογάζι — το ειδική βελονιά, είδος αζούρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek